- χυτάσφαλτος
- η, Νασφαλτικό οδόστρωμα από άσφαλτο, άμμο και λεπτά σκύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + άσφαλτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek